ακληρωτεί

ακληρωτεί
ἀκληρωτεὶ ή -τὶ επίρρ. (Α) [ἀκλήρωτος]
χωρίς κλήρωση, χωρίς τη χρησιμοποίηση κλήρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακλήρωτος — η, ο (Α ἀκλήρωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κληρώθηκε, δεν τέθηκε σε κλήρωση 2. αυτός που δεν διανεμήθηκε με κλήρο αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι 2. αυτός που δεν διανεμήθηκε σε κλήρους, σε μερίδια 3. επίρρ. ἀκληρωτεὶ ή τί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”